Άαλτο, Άλβαρ

Άαλτο, Άλβαρ
(Alvar Aalto, 1898 – 1976).Φιλανδός αρχιτέκτονας. Σχεδίασε από το 1927 πολλά δημόσια κτίρια, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εκκλησίες, νοσοκομεία, ιδιωτικές κατοικίες και εκπόνησε αρκετά πολεοδομικά σχέδια στην πατρίδα του και σε πολλές άλλες χώρες. Δίδαξε πολλά χρόνια, από το 1940, στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, όπου σχεδίασε (1947-49) και την πανεπιστημιούπολη. Το ύφος του χαρακτηρίζεται από πλήρη ελευθερία στη μορφή και στη χρήση των επιφανειών, που συνδέονται οργανικά σε συνάρτηση με τον εσωτερικό χώρο, τον προορισμό του κτιρίου και την τοποθεσία. Χρησιμοποιούσε μεγάλη ποικιλία υλικών: μπετόν, τούβλο, μάρμαρο, χαλκό και ξύλο, είτε για την επικάλυψη των επιφανειών είτε για τη διακόσμηση και την επίπλωση. Ο Ά., μαζί με τη γυναίκα του Άιανο, είναι ο δημιουργός των λεγόμενων βοηθητικών στοιχείων της αρχιτεκτονικής, όπως οι καρέκλες από πρεσαριστό ξύλο, που μετά τη Φιλανδία κατέκτησαν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Με την τάση της προς την ασυμμετρία, τις καμπύλες επιφάνειες, τις αντιθέσεις, τον πλούτο των δομικών υλικών, με την ποικιλία των λύσεων που δίνει, η τέχνη του Ά. αντιπροσωπεύει μία έντονη αντίδραση εναντίον του ψυχρού και αφηρημένου φορμαλισμού, στον οποίο ξέπεφτε ο διεθνής ρυθμός της περιόδου 1930-40. Αυτό καθιστά τον Ά. μια από τις δεσπόζουσες προσωπικότητες της σημερινής αρχιτεκτονικής. «Πρέπει να υπηρετούμε τον άνθρωπο, ακόμα και όταν είναι μικρός, δυστυχισμένος και άρρωστος», είχε γράψει ο Ά., αναφερόμενος στο σανατόριο του Πάιμο που είχε σχεδιάσει. Στο πεδίο ακριβώς που ανοίγουν τα προβλήματα του ανθρώπου απλώνεται η αναζήτηση του αρχιτέκτονα-φιλόσοφου. Ο Ά. έχει γράψει διάφορα έργα της ειδικότητάς του, που θεωρούνται διεθνώς κλασικά της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας. Ένα από τα χαρακτηριστικά έργα του Άλβαρ Άαλτο, ο «Οίκος Φιλανδίας», στο Ελσίνκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • Τάμπερε — Πόλη (170.000 κάτ.) της Φινλανδίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας στο κυβερνείο Χιάμε, σε μικρή απόσταση από τον ποταμό Κοκεμιάεντόκι. Είναι η δεύτερη σε σημασία πόλη της Φινλανδίας, μετά το Ελσίνκι, από πληθυσμιακή αλλά και από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”